- παραχώρησις
- παραχώρησιςretiring.fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραχωρήσει — παραχώρησις retiring. fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραχωρήσεϊ , παραχώρησις retiring. fem dat sg (epic) παραχώρησις retiring. fem dat sg (attic ionic) παραχωρέω go aside aor subj act 3rd sg (epic) παραχωρέω go aside fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχωρήσεις — παραχώρησις retiring. fem nom/voc pl (attic epic) παραχώρησις retiring. fem nom/acc pl (attic) παραχωρέω go aside aor subj act 2nd sg (epic) παραχωρέω go aside fut ind act 2nd sg παραχωρέω go aside aor subj act 2nd sg (epic) παραχωρέω go aside… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχωρήσεσι — παραχώρησις retiring. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχωρήσης — παραχώρησις retiring. fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχώρησιν — παραχώρησις retiring. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχώρηση — η / παραχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραχωρώ] 1. η εκούσια εκχώρηση από κάποιον ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον 2. η ανοχή τού κακού εκ μέρους τού Θεού από σεβασμό προς την ελευθερία τού ατόμου και για λόγους παιδευτικούς προς διευκόλυνση τής… … Dictionary of Greek
υποκατάβασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [ὑποκαταβαίνω] μσν. σταδιακή κατάβαση αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) «παραχώρησις» 2. φρ. «ὑποκατάβασις διαίτης» χαλάρωση τής θεραπευτικής αγωγής (Γαλ.) … Dictionary of Greek
παραχωρήσεων — παραχωρήσεω̆ν , παραχώρησις retiring. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχωρήσεως — παραχωρήσεω̆ς , παραχώρησις retiring. fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχωρήσῃ — παραχωρήσηι , παραχώρησις retiring. fem dat sg (epic) παραχωρέω go aside aor subj mid 2nd sg παραχωρέω go aside aor subj act 3rd sg παραχωρέω go aside fut ind mid 2nd sg παραχωρέω go aside aor subj mid 2nd sg παραχωρέω go aside aor subj act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)